- Σιληνός
- I
Αρχαίος συγγραφέας από τη Xίo. Έγραψε ένα ποίημα με τίτλο Μυθικαί Ιστορίαι. Στο δεύτερο βιβλίο του συγγράμματος αυτού, παραθέτει μια παράδοξη ετυμολογία του ονόματος Οδυσσεύς, το οποίο θεωρεί ότι προήλθε από τη λέξη «οδός» και το ρήμα «ύειν».IIΓέρος σάτυρος που ανήκε στην ακολουθία του Διόνυσου, του οποίου θεωρούνταν διδάσκαλος· παχύς και άσχημος, απεικονίζεται συχνά καβάλα σε γάιδαρο. Ήταν γιος του Ερμή ή του Πάνα ή γεννημένος από σταγόνες του αίματος του Ουρανού. Ο Σ. ήταν, κατά την παράδοση, κάτοχος μαντικών ικανοτήτων και μεγάλης σοφίας.Το όνομα Σιληνοί (ή Σειλινοί) χρησιμοποιόταν επίσης για μια κατηγορία σάτυρων ή και όλων των σάτυρων γενικά.
Μαρμάρινο άγαλμα καθιστού Σιληνού. Γλυπτό του 2ου αι. μ.Χ. (Μουσείο Καπιτωλίου, Ρώμη).
* * *και Σειληνός, ο, ΝΑπιστός σύντροφος τού Διονύσου, πατέρας τών Σατύρωναρχ.(ως προοηγ.) σ(ε)ιληνόςομοίωμα τού Σιληνού που χρησίμευε ως θήκη πολύτιμων αγαλμάτων («ὁμοιότατον αὐτὸν εἶναι τοῑς σειληνοῑς τούτοις τοῑς ἐν τοῑς ἑρμογλυφείοις καθημένοις», Πλάτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ., όπως και το σημασιολογικά συγγενές σάτυρος*. Κατά μια άποψη, η λ. συνδέεται με τους θρακ. τ. ζίλαι, ζειλα, ζελάς, ζήλας «κρασί». Κατ' άλλους, υπήρξε πιθ. θρακ. τ. *ΣιλFᾶνος (πρβλ. λατ. Silvānus < silva «δάσος»). Κατ' άλλη άποψη, τέλος, η λ., με σημ. «τριχωτός», πιθ. < *σιλός (βλ. λ. σίλλος, πρβλ. σιλλέα «τρίχωμα», ἀνάσιλλος «κόμμωση Σατύρων»)].
Dictionary of Greek. 2013.